Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποιώδης
πόκα
ποκάδες
ποκίζομαι
πόκος
πολέα
πόλει
πολεμᾱδόκος
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμαρχέω
πολεμαρχίᾱ
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμήιος
πολεμησείω
πολεμητήριον
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
View word page
πολεμαρχέω
πολεμαρχέωcontr.vb be a polemarchmilitary commanderHdt. X. D. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

to be Polemarch

Debugging

Headword:
πολεμαρχέω
Headword (normalized):
πολεμαρχέω
Headword (normalized/stripped):
πολεμαρχεω
IDX:
33161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33162
Key:
πολεμαρχέω

Data

{'headword_display': '<b>πολεμαρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πολεμαρχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be a polemarch<or/>military commander</Tr><Au>Hdt. X. D. Arist. Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πολεμαρχέω'}