Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποιμενικός
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήιος
ποίμνιον
ποιμνῑ́της
ποινάομαι
ποινᾱ́τωρ
ποινή
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποῖος
ποιότης
ποιόφυτος
ποιπνῡ́ω
ποιφύγματα
ποιώδης
πόκα
ποκάδες
ποκίζομαι
View word page
ποιολογέω
ποιολογέωcontr.vbποίᾱλέγω gather grasshayTheoc. or perh. magic herbs

ShortDef

to gather grain into sheaves

Debugging

Headword:
ποιολογέω
Headword (normalized):
ποιολογέω
Headword (normalized/stripped):
ποιολογεω
IDX:
33144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33145
Key:
ποιολογέω

Data

{'headword_display': '<b>ποιολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποιολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ποίᾱ</Ref><Ref>λέγω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>gather grass<or/>hay</Tr><Au>Theoc.</Au> <Extra>or perh. <ital>magic herbs</ital></Extra> </vS1> </VE>', 'key': 'ποιολογέω'}