Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποίκιλσις
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμᾱ́ν
ποιμᾱνόριον
ποιμᾱ́νωρ
ποιμενικός
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήιος
ποίμνιον
ποιμνῑ́της
ποινάομαι
ποινᾱ́τωρ
ποινή
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποῖος
ποιότης
View word page
ποιμνήιος
ποιμνήιοςη ονIon.adj of a farmstead, a penfor sheepIl. Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποιμνήιος
Headword (normalized):
ποιμνήιος
Headword (normalized/stripped):
ποιμνηιος
IDX:
33137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33138
Key:
ποιμνήιος

Data

{'headword_display': '<b>ποιμνήιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποιμνήιος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a farmstead, a pen</Indic><Tr>for sheep</Tr><Au>Il. Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποιμνήιος'}