Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμᾱ́ν
ποιμᾱνόριον
ποιμᾱ́νωρ
ποιμενικός
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήιος
ποίμνιον
View word page
ποικιλτής
ποικιλτήςοῦm pattern-weaveras an occupationAeschin. Plu.

ShortDef

a broiderer

Debugging

Headword:
ποικιλτής
Headword (normalized):
ποικιλτής
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτης
IDX:
33128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33129
Key:
ποικιλτής

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ποικιλτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>pattern-weaver<Expl>as an occupation</Expl></Tr><Au>Aeschin. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ποικιλτής'}