Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμᾱ́ν
ποιμᾱνόριον
ποιμᾱ́νωρ
ποιμενικός
ποιμήν
ποίμνη
View word page
ποικιλόω
ποικιλόωcontr.vbpf.
πεποικίλωκα
of a godadornw.acc.the hoopoewith varied coloursS.fr.

ShortDef

embroider

Debugging

Headword:
ποικιλόω
Headword (normalized):
ποικιλόω
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοω
IDX:
33126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33127
Key:
ποικιλόω

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποικιλόω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>πεποικίλωκα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a god</Indic><Tr>adorn<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>the hoopoe</Prnth>with varied colours</Tr><Au>S.<Wk>fr.</Wk></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ποικιλόω'}