Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμᾱ́ν
ποιμᾱνόριον
ποιμᾱ́νωρ
ποιμενικός
View word page
ποικιλο-φόρμιγξ
ποικιλο-φόρμιγξιγγοςmasc.fem.adj of singingto the intricate notes of the lyrePi.

ShortDef

accompanied by the various notes of the lyre

Debugging

Headword:
ποικιλοφόρμιγξ
Headword (normalized):
ποικιλοφόρμιγξ
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοφορμιγξ
IDX:
33124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33125
Key:
ποικιλοφόρμιγξ

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλο-φόρμιγξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλο-φόρμιγξ</HL><Infl>ιγγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of singing</Indic><Tr>to the intricate notes of the lyre</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλοφόρμιγξ'}