Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτής
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμᾱ́ν
View word page
ποικιλο-σάμβαλος
ποικιλο-σάμβαλοςονdial.adjσάνδαλον of a girlwith fancy sandalsAnacr.

ShortDef

with broidered sandals

Debugging

Headword:
ποικιλοσάμβαλος
Headword (normalized):
ποικιλοσάμβαλος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοσαμβαλος
IDX:
33121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33122
Key:
ποικιλοσάμβαλος

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλο-σάμβαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλο-σάμβαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>σάνδαλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>with fancy sandals</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλοσάμβαλος'}