Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικίλματα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγᾱρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτής
View word page
ποικιλό-νωτος
ποικιλό-νωτοςονadjνῶτον of a serpent, a deerwith dappled backPi. E.

ShortDef

with back of various hues

Debugging

Headword:
ποικιλόνωτος
Headword (normalized):
ποικιλόνωτος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλονωτος
IDX:
33118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33119
Key:
ποικιλόνωτος

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλό-νωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλό-νωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νῶτον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent, a deer</Indic><Tr>with dappled back</Tr><Au>Pi. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλόνωτος'}