Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλίᾱ
ποικίλλω
ποικίλματα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγᾱρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόω
View word page
ποικιλό-μορφος
ποικιλό-μορφοςονadjμορφή of dyed garmentshaving variegated appearanceelaborately colouredAr.

ShortDef

of varied form, variegated

Debugging

Headword:
ποικιλόμορφος
Headword (normalized):
ποικιλόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλομορφος
IDX:
33116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33117
Key:
ποικιλόμορφος

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλό-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλό-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dyed garments</Indic><Def>having variegated appearance</Def><Tr>elaborately coloured</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλόμορφος'}