Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποικιλᾱ́νιος
ποικιλείμων
ποικιλίᾱ
ποικίλλω
ποικίλματα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγᾱρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
View word page
ποικιλό-θρονος
ποικιλό-θρονοςονadjθρόνος of Aphroditeornately enthronedSapph.unless reltd. θρόνα, with woven flowers (on her robe)

ShortDef

on rich-worked throne

Debugging

Headword:
ποικιλόθρονος
Headword (normalized):
ποικιλόθρονος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοθρονος
IDX:
33114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33115
Key:
ποικιλόθρονος

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλό-θρονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλό-θρονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite</Indic><Tr>ornately enthroned</Tr><Au>Sapph.</Au><Extra>unless reltd. <Ref>θρόνα</Ref>, <ital>with woven flowers</ital> (<ital>on her robe</ital>)</Extra></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλόθρονος'}