Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποιηφαγέω
ποικιλᾱ́νιος
ποικιλείμων
ποικιλίᾱ
ποικίλλω
ποικίλματα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγᾱρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
ποικιλότραυλος
View word page
ποικιλό-θριξ
ποικιλό-θριξτριχοςmasc.fem.adjθρίξ of a fawndapple-coatedE.of birdsdapple-featheredLyr.adesp.

ShortDef

with spotted hair, dappled

Debugging

Headword:
ποικιλόθριξ
Headword (normalized):
ποικιλόθριξ
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοθριξ
IDX:
33113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33114
Key:
ποικιλόθριξ

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλό-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλό-θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a fawn</Indic><Tr>dapple-coated</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of birds</Indic><Tr>dapple-feathered</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλόθριξ'}