Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποιητός
ποιηφαγέω
ποικιλᾱ́νιος
ποικιλείμων
ποικιλίᾱ
ποικίλλω
ποικίλματα
ποικιλόβουλος
ποικιλόγᾱρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλομήτης
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστολος
View word page
ποικιλο-δέρμων
ποικιλο-δέρμωνονgen.ονοςadjδέρμα of horseswith dappled skinpiebaldE.

ShortDef

with pied skin

Debugging

Headword:
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized):
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοδερμων
IDX:
33112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33113
Key:
ποικιλοδέρμων

Data

{'headword_display': '<b>ποικιλο-δέρμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποικιλο-δέρμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Def>with dappled skin</Def><Tr>piebald</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποικιλοδέρμων'}