Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκτή
ἀκτή
ἀκτήμων
ἄκτητος
ἄκτιος
ἀκτῑ́ς
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυθος
ἄκυλος
ἀκῡ́μαντος
ἄκῡμος
ἀκῡ́μων
ἄκῡρος
ἀκῡρόω
ἀκῡ́ρωτος
ἀκωδώνιστος
ἀκωκή
ἀκώλῡτος
ἄκων
View word page
ἄκυλος
ἄκυλοςουffruit of the holm-oakacornOd. Theoc.

ShortDef

an acorn

Debugging

Headword:
ἄκυλος
Headword (normalized):
ἄκυλος
Headword (normalized/stripped):
ακυλος
IDX:
3309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3310
Key:
ἄκυλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄκυλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄκυλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>fruit of the holm-oak</Def><Tr>acorn</Tr><Au>Od. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄκυλος'}