Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδότης
ποδουχέω
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποέω
ποθεινός
πόθεν
πόθεννος
ποθέρπω
ποθέσπερος
View word page
ποδότης
ποδότηςητοςf footednessas an attribute of certain animalsArist.

ShortDef

footedness

Debugging

Headword:
ποδότης
Headword (normalized):
ποδότης
Headword (normalized/stripped):
ποδοτης
IDX:
33072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33073
Key:
ποδότης

Data

{'headword_display': '<b>ποδότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ποδότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>footedness<Expl>as an attribute of certain animals</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ποδότης'}