Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδότης
ποδουχέω
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποέω
ποθεινός
πόθεν
πόθεννος
View word page
ποδό-ρρωρος
ποδό-ρρωροςη ονep.Ion.adjῥώννῡμιof Atalantastrong-footed, swift-footedCall.

ShortDef

swift-footed

Debugging

Headword:
ποδόρρωρος
Headword (normalized):
ποδόρρωρος
Headword (normalized/stripped):
ποδορρωρος
IDX:
33070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33071
Key:
ποδόρρωρος

Data

{'headword_display': '<b>ποδό-ρρωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποδό-ρρωρος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>ep.Ion.adj</PS><Ety><Ref>ῥώννῡμι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of Atalanta</Indic><Tr>strong-footed, swift-footed</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποδόρρωρος'}