Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδότης
ποδουχέω
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποέω
ποθεινός
πόθεν
View word page
ποδοκάκκη
ποδοκάκκηηςf device for securing the feetstocksLys.law

ShortDef

stocks (foot plague)

Debugging

Headword:
ποδοκάκκη
Headword (normalized):
ποδοκάκκη
Headword (normalized/stripped):
ποδοκακκη
IDX:
33069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33070
Key:
ποδοκάκκη

Data

{'headword_display': '<b>ποδοκάκκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ποδοκάκκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>device for securing the feet</Def><Tr>stocks</Tr><Au>Lys.<LblR>law</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ποδοκάκκη'}