Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδάνιπτρα
ποδαπός
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδότης
ποδουχέω
ποδόψηστρον
ποδώκεια
ποδώκης
ποέω
View word page
ποδίζομαι
ποδίζομαιpass.vb of horseshave the feet bound, be hobbledX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδίζομαι
Headword (normalized):
ποδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ποδιζομαι
IDX:
33067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33068
Key:
ποδίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ποδίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποδίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of horses</Indic><Tr>have the feet bound, be hobbled</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ποδίζομαι'}