Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδάγρᾱ
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδᾱ́νεμος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρα
ποδαπός
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδότης
View word page
ποδηγέω
ποδηγέωcontr.vbποδᾱγός of the soulact as a guideto the bodyPl.

ShortDef

lead, guide

Debugging

Headword:
ποδηγέω
Headword (normalized):
ποδηγέω
Headword (normalized/stripped):
ποδηγεω
IDX:
33062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33063
Key:
ποδηγέω

Data

{'headword_display': '<b>ποδηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποδηγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ποδᾱγός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of the soul</Indic><Tr>act as a guide<Expl>to the body</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ποδηγέω'}