Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ποδαβρός
ποδᾱγός
ποδάγρᾱ
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδᾱ́νεμος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρα
ποδαπός
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
ποδιαῖος
ποδίζομαι
ποδιστήρ
ποδοκάκκη
ποδόρρωρος
View word page
ποδ-ένδυτος
ποδ-ένδυτοςονadjἐνδῡ́νω of a capacious robeput on to cover the feetof a corpseA.

ShortDef

drawn over the feet

Debugging

Headword:
ποδένδυτος
Headword (normalized):
ποδένδυτος
Headword (normalized/stripped):
ποδενδυτος
IDX:
33060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33061
Key:
ποδένδυτος

Data

{'headword_display': '<b>ποδ-ένδυτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ποδ-ένδυτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐνδῡ́νω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a capacious robe</Indic><Tr>put on to cover the feet<Expl>of a corpse</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ποδένδυτος'}