Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκτέᾱ
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέριστος
ἀκτή
ἀκτή
ἀκτήμων
ἄκτητος
ἄκτιος
ἀκτῑ́ς
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυθος
ἄκυλος
ἀκῡ́μαντος
ἄκῡμος
ἀκῡ́μων
ἄκῡρος
ἀκῡρόω
ἀκῡ́ρωτος
View word page
ἄ-κτιτος
ἄ-κτιτοςονadjprivatv.prfx.,κτίζω of landuncultivatedhHom.

ShortDef

untilled

Debugging

Headword:
ἄκτιτος
Headword (normalized):
ἄκτιτος
Headword (normalized/stripped):
ακτιτος
IDX:
3305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3306
Key:
ἄκτιτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-κτιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-κτιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>κτίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>uncultivated</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκτιτος'}