Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πνῑγώδης
πνῑκτός
πνοή
Πνύξ
πόᾱ
ποδαβρός
ποδᾱγός
ποδάγρᾱ
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδᾱ́νεμος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρα
ποδαπός
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
View word page
ποδᾱ́νεμος
ποδᾱ́νεμοςdial.adjseeποδήνεμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποδᾱ́νεμος
Headword (normalized):
ποδᾱ́νεμος
Headword (normalized/stripped):
ποδανεμος
IDX:
33055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33056
Key:
ποδᾱ́νεμος

Data

{'headword_display': '<b>ποδᾱ́νεμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ποδᾱ́νεμος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ποδήνεμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ποδᾱ́νεμος'}