Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πνῖγος
πνῑ́γω
πνῑγώδης
πνῑκτός
πνοή
Πνύξ
πόᾱ
ποδαβρός
ποδᾱγός
ποδάγρᾱ
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδᾱ́νεμος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρα
ποδαπός
ποδάρκης
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγέω
ποδηνεκής
View word page
ποδαγράω
ποδαγράωcontr.vb suffer from goutbe goutyAr.

ShortDef

to have gout in the feet

Debugging

Headword:
ποδαγράω
Headword (normalized):
ποδαγράω
Headword (normalized/stripped):
ποδαγραω
IDX:
33053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33054
Key:
ποδαγράω

Data

{'headword_display': '<b>ποδαγράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ποδαγράω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>suffer from gout</Def><Tr>be gouty</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ποδαγράω'}