Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέᾱ
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέριστος
ἀκτή
ἀκτή
ἀκτήμων
ἄκτητος
ἄκτιος
ἀκτῑ́ς
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυθος
ἄκυλος
ἀκῡ́μαντος
ἄκῡμος
ἀκῡ́μων
ἄκῡρος
View word page
ἄκτιος
ἄκτιοςᾱ ονadjἀκτή1 epith. of Pan, Apolloof the shoreAR. Theoc.

ShortDef

haunting the shore

Debugging

Headword:
ἄκτιος
Headword (normalized):
ἄκτιος
Headword (normalized/stripped):
ακτιος
IDX:
3303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3304
Key:
ἄκτιος

Data

{'headword_display': '<b>ἄκτιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄκτιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀκτή<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Pan, Apollo</Indic><Tr>of the shore</Tr><Au>AR. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκτιος'}