Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλωτικός
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευματόρρους
πνευματώδης
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνῑγηρός
πνῖγμα
πνῑγμός
πνῖγος
πνῑ́γω
πνῑγώδης
πνῑκτός
πνοή
View word page
πνευστιάω
πνευστιάωcontr.vbπνέω breathe hard, pant Arist.

ShortDef

to breathe hard, pant

Debugging

Headword:
πνευστιάω
Headword (normalized):
πνευστιάω
Headword (normalized/stripped):
πνευστιαω
IDX:
33037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33038
Key:
πνευστιάω

Data

{'headword_display': '<b>πνευστιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πνευστιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πνέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>breathe hard, pant</Tr> <Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πνευστιάω'}