Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευματόρρους
πνευματώδης
πνεύμων
πνευστιάω
πνέω
πνιγεύς
πνῑγηρός
πνῖγμα
πνῑγμός
View word page
πνευματικός
πνευματικόςή όνadj associated with airof the dryness of certain substancesapp.porousPlu.

ShortDef

of spirit, spiritual

Debugging

Headword:
πνευματικός
Headword (normalized):
πνευματικός
Headword (normalized/stripped):
πνευματικος
IDX:
33032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33033
Key:
πνευματικός

Data

{'headword_display': '<b>πνευματικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πνευματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>associated with air</Def><aS2><Indic>of the dryness of certain substances</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>porous</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πνευματικός'}