Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκτᾱ́
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέᾱ
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέριστος
ἀκτή
ἀκτή
ἀκτήμων
ἄκτητος
ἄκτιος
ἀκτῑ́ς
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυθος
ἄκυλος
ἀκῡ́μαντος
ἄκῡμος
ἀκῡ́μων
View word page
ἄ-κτητος
ἄ-κτητοςονadjκτητός of thingsnot worth possessingPl.

ShortDef

not worth getting

Debugging

Headword:
ἄκτητος
Headword (normalized):
ἄκτητος
Headword (normalized/stripped):
ακτητος
IDX:
3302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3303
Key:
ἄκτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-κτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-κτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>not worth possessing</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκτητος'}