Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πλυντήρια
πλυντικός
πλῡ́νω
πλύσις
πλωάς
πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευματόρρους
πνευματώδης
πνεύμων
πνευστιάω
View word page
πλωτικός
πλωτικόςή όνadj of personsengaged in shippingas ownersPlu.

ShortDef

skilled in seamanship, a seaman

Debugging

Headword:
πλωτικός
Headword (normalized):
πλωτικός
Headword (normalized/stripped):
πλωτικος
IDX:
33027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33028
Key:
πλωτικός

Data

{'headword_display': '<b>πλωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>engaged in shipping<Expl>as owners</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλωτικός'}