Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλυνός
πλύνος
Πλυντήρια
πλυντικός
πλῡ́νω
πλύσις
πλωάς
πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευματόρρους
πνευματώδης
View word page
πλωτεύομαι
πλωτεύομαιpass.vb of a sea-channel be crossed by sailingopp. by a bridgePlb.

ShortDef

to be navigated

Debugging

Headword:
πλωτεύομαι
Headword (normalized):
πλωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πλωτευομαι
IDX:
33025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33026
Key:
πλωτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>πλωτεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλωτεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a sea-channel</Indic> <Tr>be crossed by sailing<Expl>opp. by a bridge</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλωτεύομαι'}