Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλοχμός
πλυνός
πλύνος
Πλυντήρια
πλυντικός
πλῡ́νω
πλύσις
πλωάς
πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεῦμα
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευματόρρους
View word page
πλώσιμος
πλώσιμοςονadj of a sea, fig.ref. to an undertakingeasy to sailS.

ShortDef

navigable

Debugging

Headword:
πλώσιμος
Headword (normalized):
πλώσιμος
Headword (normalized/stripped):
πλωσιμος
IDX:
33024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33025
Key:
πλώσιμος

Data

{'headword_display': '<b>πλώσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλώσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a sea, fig.ref. to an undertaking</Indic><Tr>easy to sail</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλώσιμος'}