Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλουτοδότης
πλουτοκρατίᾱ
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλύνος
Πλυντήρια
πλυντικός
πλῡ́νω
πλύσις
πλωάς
πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτός
View word page
πλυντικός
πλυντικόςή όνadj of or relating to washingfem.sb.art of washingclothesPl.

ShortDef

clothes-cleaning

Debugging

Headword:
πλυντικός
Headword (normalized):
πλυντικός
Headword (normalized/stripped):
πλυντικος
IDX:
33018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33019
Key:
πλυντικός

Data

{'headword_display': '<b>πλυντικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλυντικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or relating to washing</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of washing<Expl>clothes</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'πλυντικός'}