Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλουτηρός
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογᾱθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατίᾱ
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλύνος
Πλυντήρια
πλυντικός
πλῡ́νω
πλύσις
πλωάς
πλῴζω
πλώιμος
πλώσιμος
View word page
πλοχμός
πλοχμόςοῦmπλέκω pl.braid, lockof hairIl. AR.

ShortDef

locks, braids of hair

Debugging

Headword:
πλοχμός
Headword (normalized):
πλοχμός
Headword (normalized/stripped):
πλοχμος
IDX:
33014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33015
Key:
πλοχμός

Data

{'headword_display': '<b>πλοχμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλοχμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλέκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pl.</Indic><Tr>braid, lock<Expl>of hair</Expl></Tr><Au>Il. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλοχμός'}