Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλουθυγίεια
πλοῦς
πλούσιος
πλούτᾱξ
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογᾱθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατίᾱ
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
πλυνός
πλύνος
Πλυντήρια
πλυντικός
View word page
πλουτο-δότης
πλουτο-δότηςουm alsoπλουτοδότειραᾱςfδοτήρ ref. to a deitygiver of richesHes. Lyr.adesp.

ShortDef

giver of riches

Debugging

Headword:
πλουτοδότης
Headword (normalized):
πλουτοδότης
Headword (normalized/stripped):
πλουτοδοτης
IDX:
33008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33009
Key:
πλουτοδότης

Data

{'headword_display': '<b>πλουτο-δότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλουτο-δότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>πλουτοδότειρα</HL2><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δοτήρ</Ref></Ety></HG2></HG> <nS1><Indic>ref. to a deity</Indic><Tr>giver of riches</Tr><Au>Hes. Lyr.adesp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλουτοδότης'}