Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλοκή
πλόκιον
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλοῦς
πλούσιος
πλούτᾱξ
Πλουτεύς
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτογᾱθής
πλουτοδότης
πλουτοκρατίᾱ
πλουτοποιός
πλοῦτος
πλουτόχθων
Πλούτων
πλοχμός
View word page
πλουτηρός
πλουτηρόςᾱ́ όνadj of a methodfor creating wealthX.

ShortDef

enriching

Debugging

Headword:
πλουτηρός
Headword (normalized):
πλουτηρός
Headword (normalized/stripped):
πλουτηρος
IDX:
33004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33005
Key:
πλουτηρός

Data

{'headword_display': '<b>πλουτηρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλουτηρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a method</Indic><Tr>for creating wealth</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλουτηρός'}