Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
πλοῖον
πλοκαμῑ́ς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκερός
πλοκή
πλόκιον
πλόκος
πλόος
πλουθυγίεια
πλοῦς
πλούσιος
πλούτᾱξ
Πλουτεύς
πλουτέω
View word page
πλοκερός
πλοκερόςadjseeπλακερός

ShortDef

plaited

Debugging

Headword:
πλοκερός
Headword (normalized):
πλοκερός
Headword (normalized/stripped):
πλοκερος
IDX:
32993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32994
Key:
πλοκερός

Data

{'headword_display': '<b>πλοκερός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πλοκερός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>πλακερός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλοκερός'}