Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
πλοῖον
πλοκαμῑ́ς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκερός
πλοκή
πλόκιον
πλόκος
View word page
πλοιάριον
πλοιάριονουndimin.πλοῖον boatAr. X. Men. NT.

ShortDef

a skiff, boat

Debugging

Headword:
πλοιάριον
Headword (normalized):
πλοιάριον
Headword (normalized/stripped):
πλοιαριον
IDX:
32986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32987
Key:
πλοιάριον

Data

{'headword_display': '<b>πλοιάριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλοιάριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>πλοῖον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>boat</Tr><Au>Ar. X. Men. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλοιάριον'}