Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
πλοῖον
πλοκαμῑ́ς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκερός
πλοκή
πλόκιον
View word page
πλίσσομαι
πλίσσομαιmid.vbep.3pl.impf.
πλίσσοντο
of mulesperh.stride alongtrotOd.

ShortDef

to cross the legs

Debugging

Headword:
πλίσσομαι
Headword (normalized):
πλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
πλισσομαι
IDX:
32985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32986
Key:
πλίσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>πλίσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλίσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.</Lbl><Form>πλίσσοντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of mules</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Def>stride along</Def><Tr>trot</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλίσσομαι'}