Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλῆτο
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
πλοῖον
πλοκαμῑ́ς
πλόκαμος
πλόκανον
πλοκερός
View word page
πλινθο-φόρος
πλινθο-φόροςουmφέρω brick-carrierAr.

ShortDef

carrying bricks

Debugging

Headword:
πλινθοφόρος
Headword (normalized):
πλινθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πλινθοφορος
IDX:
32983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32984
Key:
πλινθοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>πλινθο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλινθο-φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>brick-carrier</Tr><Au>Ar.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'πλινθοφόρος'}