Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλήσω
πλῆτο
πλῆτο
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
πλοῖον
πλοκαμῑ́ς
πλόκαμος
View word page
πλινθουργός
πλινθουργόςοῦmἔργον brick-makerPl.

ShortDef

a brickmaker

Debugging

Headword:
πλινθουργός
Headword (normalized):
πλινθουργός
Headword (normalized/stripped):
πλινθουργος
IDX:
32981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32982
Key:
πλινθουργός

Data

{'headword_display': '<b>πλινθουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλινθουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>brick-maker</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλινθουργός'}