Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλήσω
πλῆτο
πλῆτο
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοιάριον
πλοΐζομαι
πλόιμος
View word page
πλινθοβολέω
πλινθοβολέωcontr.vbβάλλω lay bricksAr.cj.

ShortDef

build of brick

Debugging

Headword:
πλινθοβολέω
Headword (normalized):
πλινθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
πλινθοβολεω
IDX:
32978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32979
Key:
πλινθοβολέω

Data

{'headword_display': '<b>πλινθοβολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλινθοβολέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βάλλω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>lay bricks</Tr><Au>Ar.<LblR>cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλινθοβολέω'}