Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πλησιαίτερος
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλήσω
πλῆτο
πλῆτο
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθοβολέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
View word page
πλῆτο
1
πλῆτο
1
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
πελάζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλῆτο
Headword (normalized):
πλῆτο
Headword (normalized/stripped):
πλητο
IDX:
32972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32973
Key:
πλῆτο_1
Data
{'headword_display': '<b>πλῆτο</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>πλῆτο<Hm>1</Hm><LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πελάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλῆτο_1'}