Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρωνίᾱ
ἀκρωνυχίᾱ
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκτᾱ́
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέᾱ
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέριστος
ἀκτή
ἀκτή
ἀκτήμων
ἄκτητος
ἄκτιος
ἀκτῑ́ς
ἄκτιτος
ἄκτωρ
View word page
ἀ-κτένιστος
ἀ-κτένιστοςονadjprivatv.prfx.,κτενίζω of hairuncombed, unkemptS.

ShortDef

uncombed, unkempt

Debugging

Headword:
ἀκτένιστος
Headword (normalized):
ἀκτένιστος
Headword (normalized/stripped):
ακτενιστος
IDX:
3296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3297
Key:
ἀκτένιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κτένιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κτένιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>κτενίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hair</Indic><Tr>uncombed, unkempt</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκτένιστος'}