Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλῆσα
πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλήσω
πλῆτο
πλῆτο
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
View word page
πλήσμη
πλήσμηfseeπλήμη

ShortDef

full

Debugging

Headword:
πλήσμη
Headword (normalized):
πλήσμη
Headword (normalized/stripped):
πλησμη
IDX:
32967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32968
Key:
πλήσμη

Data

{'headword_display': '<b>πλήσμη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πλήσμη</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>πλήμη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλήσμη'}