Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλῆος
πλήρης
πληροφορέομαι
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλῆσα
πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλήσω
πλῆτο
πλῆτο
View word page
πλησιασμός
πλησιασμόςοῦmπλησιάζω approachw.gen.of sthg. frighteningArist.

ShortDef

an approaching, approach

Debugging

Headword:
πλησιασμός
Headword (normalized):
πλησιασμός
Headword (normalized/stripped):
πλησιασμος
IDX:
32963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32964
Key:
πλησιασμός

Data

{'headword_display': '<b>πλησιασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλησιασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλησιάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>approach<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg. frightening</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλησιασμός'}