Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλήξιππος
πλῆος
πλήρης
πληροφορέομαι
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτής
πλῆσα
πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησιασμός
πλησίος
πλησιόχωρος
πλησίστιος
πλήσμη
πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλήσω
πλῆτο
View word page
πλησιαίτερος
πλησιαίτεροςπλησιαίτατοςcompar. and superl.adjsseeπλησίος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλησιαίτερος
Headword (normalized):
πλησιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
πλησιαιτερος
IDX:
32962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32963
Key:
πλησιαίτερος

Data

{'headword_display': '<b>πλησιαίτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πλησιαίτερος</HL><VL><FmHL>πλησιαίτατος</FmHL></VL><PS>compar. and superl.adjs</PS></HG><XR>see<Ref>πλησίος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλησιαίτερος'}