Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλημμελέω
πλημμελήματα
πλημμελής
πλημμυρίς
πλήμνη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρίς
πλημῡ́ρω
πλήν
πληνόδιος
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆος
πλήρης
πληροφορέομαι
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
View word page
πληνόδιος
πληνόδιοςadjseeπλᾱνόδιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πληνόδιος
Headword (normalized):
πληνόδιος
Headword (normalized/stripped):
πληνοδιος
IDX:
32948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32949
Key:
πληνόδιος

Data

{'headword_display': '<b>πληνόδιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πληνόδιος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>πλᾱνόδιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πληνόδιος'}