Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλῆγμα
πλῆθος
πληθῡ́νομαι
πληθῡ́ς
πληθύω
πλήθω
πληθώρη
Πληιάδες
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πλῆκτρον
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμελήματα
πλημμελής
πλημμυρίς
πλήμνη
πλήμυρα
πλημυρέω
View word page
πληκτικός
πληκτικόςή όνadj of the catching of fishby strikingby spearingPl.fem.sb.art of spearingPl.

ShortDef

of, for, by striking, spearing

Debugging

Headword:
πληκτικός
Headword (normalized):
πληκτικός
Headword (normalized/stripped):
πληκτικος
IDX:
32934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32935
Key:
πληκτικός

Data

{'headword_display': '<b>πληκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πληκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the catching of fish</Indic><Def>by striking</Def><Tr>by spearing</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of spearing</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'πληκτικός'}