Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πληγήσομαι
πλῆγμα
πλῆθος
πληθῡ́νομαι
πληθῡ́ς
πληθύω
πλήθω
πληθώρη
Πληιάδες
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πλῆκτρον
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμελήματα
πλημμελής
πλημμυρίς
πλήμνη
πλήμυρα
View word page
πληκτίζομαι
πληκτίζομαιmid.vb come to blowsw.dat.w. someoneIl. w. sexual connot.exchange blowsw.prep.phr.w. a woman's buttocksAr.

ShortDef

to bandy blows with

Debugging

Headword:
πληκτίζομαι
Headword (normalized):
πληκτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πληκτιζομαι
IDX:
32933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32934
Key:
πληκτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>πληκτίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πληκτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>come to blows</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>w. sexual connot.</Indic><Tr>exchange blows</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. a woman's buttocks<Au>Ar.</Au> </PrPhr> </vS1> </VE>", 'key': 'πληκτίζομαι'}