Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλευρᾱ́
πλευρῖτις
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευρώματα
πλευστικός
πλέω
πλέω
πλέων
πλέων
πλέως
πληγείς
πληγή
πληγήσομαι
πλῆγμα
πλῆθος
πληθῡ́νομαι
πληθῡ́ς
πληθύω
πλήθω
View word page
πλέων2
πλέων2neut.adj.seeπλέως

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλέων
Headword (normalized):
πλέων
Headword (normalized/stripped):
πλεων
IDX:
32919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32920
Key:
πλέων_2

Data

{'headword_display': '<b>πλέων</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>πλέων<Hm>2</Hm><LblR>neut.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πλέως</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλέων_2'}