Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεόνως
πλέος
πλεύμων
πλεῦν
πλευρᾱ́
πλευρῖτις
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευρώματα
πλευστικός
πλέω
πλέω
πλέων
πλέων
πλέως
πληγείς
πληγή
πληγήσομαι
πλῆγμα
πλῆθος
View word page
πλευστικός
πλευστικόςή όνadjπλέω1of a breezefavourable for sailing, fairTheoc.

ShortDef

fit or favorable for sailing

Debugging

Headword:
πλευστικός
Headword (normalized):
πλευστικός
Headword (normalized/stripped):
πλευστικος
IDX:
32915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32916
Key:
πλευστικός

Data

{'headword_display': '<b>πλευστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλευστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a breeze</Indic><Tr>favourable for sailing, fair</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλευστικός'}