Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεονεξίᾱ
πλεόνως
πλέος
πλεύμων
πλεῦν
πλευρᾱ́
πλευρῖτις
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευρώματα
πλευστικός
πλέω
πλέω
πλέων
πλέων
πλέως
πληγείς
πληγή
πληγήσομαι
πλῆγμα
View word page
πλευρώματα
πλευρώματατωνn.pl sidesof a person, an urnA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλευρώματα
Headword (normalized):
πλευρώματα
Headword (normalized/stripped):
πλευρωματα
IDX:
32914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32915
Key:
πλευρώματα

Data

{'headword_display': '<b>πλευρώματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλευρώματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>sides<Expl>of a person, an urn</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλευρώματα'}